- προδιαφθαρῇ
- προδιαφθείρωruinaor subj pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδιαφθείρω — Α 1. καταστρέφω εκ τών προτέρων («δεδιότες...μὴ προδιαφθαρῇ», Θουκ.) 2. διαφθείρω με δωροδοκία («προδιαφθείρας τοὺς κριτάς», Δημοσθ.) 3. (για γάλα) αλλοιώνομαι, χαλώ από πριν … Dictionary of Greek